Πλαπούτας Δημήτριος ή Κολιόπουλος (1786-1864)
Οπλαρχηγός του 1821 και αργότερα στρατηγός, από τις ηρωικότερες και αγνότερες μορφές της ελληνικής επανάστασης. Γεννήθηκε στο χωριό Παλούμπα Γορτυνίας και ήταν παντρεμένος με μια πρώτη εξαδέλφη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη από το 1803. Οι Τούρκοι τον είχανε κάμει στην Καρύταινα κάπο, δηλαδή αρχηγό στρατιωτών για την τάξη και ασφάλεια. Γι’ αυτό και τον κράτησαν όμηρο, όταν έγινε ο μεγάλος διωγμός των κλεφτών (1806). Αργότερα ξανάγινε κάπος (1812), ενώ ενδιάμεσα υπηρέτησε στον Αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1818 και στη συνέχεια βάλθηκε μαζί με το Νικηταρά να κατηχεί ο ίδιος. Κατήχησε τον πατέρα του το γερο – Κόλια, τον αδελφό του Γεωργάκη και πολλούς άλλους. Από την αρχή κιόλας του πολέμου, όπως και τα αδέλφια του κι άλλοι Πλαπουταίοι, πολέμησε για την ελευθερία του γένους, στην Καρύταινα, στο Λεβίδι κι ύστερα στο Βαλτέτσι, όπου έτρεξε από την Πιάνα. Εκεί στην Πιάνα, τον είχε διορίσει ο ξάδερφός του Κολοκοτρώνης αρχηγό του στρατοπέδου, συμμετέχοντας στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Έλαβε μέρος επίσης στην πολιορκία του Ακροκορίνθου και της Πάτρας και πολέμησε τον Δράμαλη, όταν πολιορκούσε το κάστρο της Λάρισας στο Άργος, λίγο πριν από την καταστροφή του στα Δερβενάκια. Ο Πλαπούτας αντιπάθησε πολύ τους συμπατριώτες του Δεληγιανναίους, όταν διαπίστωσε πως δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις επιτυχίες και τη δόξα του. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πάλι, θέλησε να παντρέψει το μικρό του γιο Κολίνο με τη μικρή κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη Μαριορίτσα, για να διαλυθεί η ψυχρότητα. Ο Πλαπούτας όμως θύμωσε και με τον Κολοκοτρώνη. Μετά τον εμφύλιο, όταν ο Ιμπραήμ απειλούσε όλο το Μοριά και την επανάσταση, ο Πλαπούτας τον πολέμησε σε πολλές μάχες. Επί Καποδίστρια έγινε Συνταγματάρχης. Στάθηκε πιστός στο πλευρό του κυβερνήτη. Αργότερα πήγε στο Μόναχο μαζί με τον Α. Μιαούλη και τον Κώστα Μπότσαρη, για να καλέσουν τον Όθωνα, που τον είχαν εκλέξει ήδη οι μεγάλες δυνάμεις για το στέμμα της Ελλάδας.
Εντούτοις, κατηγορήθηκε μαζί με το Θ. Κολοκοτρώνη, ότι τάχα συνωμοτούσαν κατά της βασιλείας, προφυλακίστηκαν (Σεπτ. 1833) δικάστηκαν στο Ναύπλιο και καταδικάστηκαν σε θάνατο (Μάιος 1834). Είναι γνωστό ότι την απόφαση των Βαυαρών δεν υπέγραψαν ο Αναστάσιος Πολυζωίδης και ο Γεώργιος Τερτσέτης. Παράλληλα, ο λαός ξεσηκώθηκε και οι ξένοι δυνάστες δεν τόλμησαν να εκτελέσουν την ποινή. Μετά από 11 μήνες ο ενήλικος πια Όθων τους έδωσε χάρη.
Ο Πλαπούτας χρημάτισε γερουσιαστή ς και υπασπιστής του Όθωνα. Το 1861 έγινε αντιστράτηγος. Μετά την έξωση του Όθωνα πήγε στο χωριό του Παλούμπα, όπου και πέθανε, αφήνοντας έξι κόρες και ένα γιο. Ο Πλαπούτας υπήρξε από τους πιο ηρωικούς αγωνιστές του 1821. Η δόξα του Κολοκοτρώνη τον επισκίασε, αλλά η συνεργασία του με το Γέρο του Μοριά απέδωσε καρπούς. Ο Κολοκοτρώνης σαν αρχιστράτηγος στάθηκε τυχερός, που άξιοι καπεταναίοι εκτελούσαν τις διαταγές του, όπως ο Πλαπούτας, ο Νικηταράς, ο γιος του ο Γενναίος και άλλοι.
Στον Φωτάκο διαβάζουμε:
Δημήτριος Πλαπούτας ή Κολιόπουλος
Οὗτος ὁ φιλοπόλεμος στρατηγὸς κατήγετο ἀπὸ τὸ χωρίον Παλούμπα τῆς Λιοδώρας. Ἐν ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως ἔγεινεν ἀρχηγὸς ἑνὸς τμήματος (σέμπτι) τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τοῦ λεγομένου τῆς Λιοδώρας. Αἱ ἐκδουλεύσεις του εἶναι ἐπίσημοι καὶ γνωσταί.
Κατ᾿ ἀρχὰς εὑρέθη εἰς τὴν πρώτην μάχην, τὴν ὁποίαν ὁ Κολοκοτρώνης ἔκαμε μὲ τοὺς Φαναρίτας Τούρκους, καὶ ἦλθε κατόπιν των εἰς Καρύταιναν. Μετὰ δὲ ταῦτα ὅταν ἐσυναθροίζοντο οἱ στρατιῶται εἰς τὸ Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, ὅπου ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Πλαπούτας εὑρέθη εἰς Βυτίναν, καὶ ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς Λεβίδι, ὅπου ἔλαβε μέρος καὶ εἰς αὐτὸν τὸν πόλεμον. Ὕστερον δὲ εἰς τὸ συσταθὲν στρατόπεδον εἰς Πιάναν ἦτον ὡς ἀρχηγὸς ἀντί τοῦ Κανέλου Δεληγιάννη ἐφόρου ὄντος. Κατόπιν ὑπῆγε μὲ τοὺς στρατιώτας του εἰς τὸ Βαλτέτσι καὶ κατὰ τὴν μάχην ἐκείνην ἀνδραγάθησε καὶ ἐφάνη ἡ παληκαριά του. Ὅταν δὲ εἴμεθα εἰς τὰ Τρίκορφα, αὐτὸς ὑπῆγεν εἰς τοῦ Λάλα διὰ νὰ σταθῇ εἰς τὸ σῶμα ἐκεῖνο τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργάκη, ὅστις ἐφονεύθη εἰς Λάλα. Ἐκεῖ δὲ ἔμεινεν ὀλίγας ἡμέρας, καὶ μετὰ τὴν μάχην τὴν γενομένην εἰς τοῦ Ποῦσι, ὅτε οἱ Λαλαῖοι Τοῦρκοι ἔφυγον εἰς Πάτρας, ὁ Πλαπούτας ἐπανῆλθεν εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Τρικόρφων, ὅπου ἔμεινε μέχρι τῆς ἁλώσεως τῆς Τριπολιτσᾶς, καὶ κατόπιν ἐσυντρόφευσε τοὺς Ἀλβανοὺς εἰς τὴν Βοστίτσαν διὰ νὰ περάσουν εἰς τὴν Στερεὰν καὶ ἐκεῖθεν εἰς τὴν πατρίδα των κατὰ τὰ συμφωνηθέντα. Μετὰ δὲ ταῦτα παρηκολούθησε τὸν Θ. Κολοκοτρώνην εἰς Ἄργος καὶ Κόρινθον, ἔχων ἴδιον σῶμα στρατιωτῶν, καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ φρουρίου τῆς Κορίνθου, διετάχθη ἀπὸ τὸν Κολοκοτρώνην νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὅπου κατὰ τὴν περίφημον μάχην τῆς 9 Μαρτίου ἀνδραγάθησεν. Κατόπιν ἀντιπροσώπευσε τὸν Κολοκοτρώνην κατὰ τὴν πολιορκίαν ταύτην, ἀναχωρήσαντα εἰς Κόρινθον μέχρι τῆς ἐκεῖθεν ἐπιστροφῆς του. Πρὶν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης λύσῃ τὴν πολιορκίαν τῶν Πατρῶν, ὁ Πλαπούτας εἶχεν ἀναχωρήσει ἐκεῖθεν εἰς Καρύταιναν. Καὶ εἰς ἄλλας ἀκόμη ἐποχὰς τοῦ ἐδόθη ἡ ἀντιπροσωπεία τοῦ Γενικοῦ ἀρχηγοῦ παρὰ τοῦ Κολοκοτρώνη.
Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν τοῦ προσκυνήματος καὶ τοῦ προδότου Νενέκου πολὺ ὠφέλησεν, βοηθῶν τὸν Κολοκοτρώνην, καὶ ἐμποδίσας οὕτω τὸ κακὸν καὶ δὲν ἐπροώδευσεν. Παρευρέθη δὲ καὶ εἰς ἄλλας μάχας ἐπὶ τοῦ Ἰμβραὴμ πασᾶ καὶ πρὸ πάντων εἰς ἐκείνην τῆς Καυκαριᾶς.
Μετὰ δὲ ταῦτα κατὰ τὴν εἰσβολὴν τοῦ Δράμαλη εἰς Πελοπόννησον ὁ Πλαπούτας ἔγεινεν ἔτι ἐπισημότερος στρατηγὸς, διότι πρῶτος αὐτὸς ἐκτύπησε κατὰ τὸ χωρίον Χαρβάτι καὶ Φίχτια τὸν στρατὸν ἐκείνου, ὅτε ἔμπλεξε μέ τινας Τούρκους, ἦλθεν εἰς μονομαχίαν μὲ ἕνα ἐξ αὐτῶν, καὶ ἐκινδύνευσε, διότι ὁ Τοῦρκος, ὅταν ἦλθον εἰς θέσιν νὰ μεταχειρισθοῦν τὰ σπαθιά των, ἐκτύπησε καὶ ἐτσάκισε τὸ σπαθὶ τοῦ Πλαπούτα, ἀλλ᾿ οὗτος εὐτυχῶς τὸν ἐσκότωσε. Κατόπιν ἐσύστησε τὸ φροντιστήριον εἰς τὸ Σχοινοχῶρι, καὶ ἐκεῖθεν ἐστρατοπέδευσεν ὄπισθεν τοῦ Παλαιοκάστρου Ἄργους κατὰ τὴν θέσιν Ἄκοβα, ὅπου συνεκέντρωσε στρατὸν ὑπὲρ τὰς δύο χιλιάδας μετὰ τῆς Ἐπαρχίας Τριπολιτσᾶς, καὶ την Φαναριτῶν ἀρχομένων ἀπὸ τὸν Τσανέτον
Χρηστόπουλον, τοῦ δὲ ὅλου στρατοπέδου ἀρχηγὸς ἦτον ὁ ἴδιος Πλαπούτας. Ἐκεῖθεν ἐπολέμει ἀδιακόπως μέχρι τέλους τὸν Δράμαλη, καὶ ὕστερον μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ Ναυπλίου διωρίσθη φρούραρχος αὐτοῦ ἕως ὅτου τὸν ἀντικατέστησεν ὁ Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης.
Ἡ οἰκογένεια τοῦ Πλαπούτα εἶχεν ἐπισημότητα καὶ πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, διότι ὁ πατέρας του ὁ Γέρω Κόλιας ὑπῆρξε στρατιωτικὸς (κάπος) καὶ ἁρματωλὸς, καὶ εἶχε τρομάξει τοὺς Λαλαίους Τούρκους, καὶ δὲν ἐπατοῦσαν τὰ ὅρια τῆς Καρύταινας ἐδῶθεν τοῦ ποταμοῦ Ἀλφειοῦ (Ροφιά). Ὑπερασπίζετο ὅμως τοῦτον ὁ Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης, καὶ τοῦτον πάλιν ἐπίσης εἰς τὰς καταδρομάς του ἀπὸ τοὺς Πασάδες ὑπερασπίζετο ὁ Γέρω Κόλιας, διότι ἔβγαινε μὲ στρατιώτας καὶ ἐφύλαττε τοὺς Δεληγιανναίους. Διὰ τοῦτο ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία τοῦ ἔκαψε τὰ σπίτια του πολλαῖς φοραῖς, καὶ ἡ ἐπαρχία τοῦ ἔκαμνε βοήθειαν. Ὁ Γέρων Δεληγιάννης, ὡς ἀρχηγὸς πολιτικὸς τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τὸν ἐβοήθει, καὶ οὕτω τὸν εἶχεν εἰς τὰς καταδρομάς του, καὶ μάλιστα ὅταν ἡ Τουρκικὴ ἐξουσία ἀπεστρέφετο τὸν Δεληγιάννην, ὁ Γέρω Κόλιας μὲ τὰ παιδιά του ἐπήγαινεν εἰς τὰ Λαγκάδια καὶ ἔπαιρνε τὴν οἰκογένειάν του ὅλην καὶ τὴν ἐφύλαττε διὰ τῶν ὅπλων, ὅπως τότε εἶχον τὰ μέσα τῆς προφυλάξεως.
Ἐκτὸς τούτου καὶ οἱ ἀδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καὶ Παρασκευᾶς, περὶ τῶν ὁποίων κατωτέρω θὰ εἴπωμεν, συνετέλεσαν ὡς στρατιωτικοί. Ἀλλ᾿ ἐκ τούτων ὁ Γεωργάκης ἐπρωτοχάθη εἴς τινα μάχην, εἰς τὴν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι Λαλαῖοι ἐνίκησαν τοὺς Ἕλληνας, πρὶν γείνῃ ὁ πόλεμος εἰς τὸ Ποῦσι, ὅπου εὑρέθησαν οἱ Κεφαλλῆνες ὅλοι περὶ τοὺς 300, ἔχοντες καὶ κανόνια, καὶ ὅπου ἔδειξαν ὅλην τὴν παληκαριάν των, καὶ τοὺς ὁποίους ἐφοβήθησαν οἱ Λαλαῖοι καὶ ἀπεφάσισαν τὴν φυγήν των ἀπὸ τοῦ Λάλα. Εἰς δὲ τὴν μάχην ταύτην τοῦ Πουσιοῦ ἐλαβώθη καὶ ὁ Ἀνδρέας Μεταξᾶς.
Πηγές
-
Οδυσσέα Κουμαδωράκη, « Άργος το πολυδίψιον » Εκδόσεις Εκ Προοιμίου, Άργος 2007.
-
Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θ. Κολοκοτρώνη. « Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών », Εν Αθήναις, εκ του τυπογραφείου Π. Δ. Σακελλαρίου 1888.
Πιστεύω ότι ο Πλαπούτας είναι εκείνος όπου σε ένα χορό στο παλάτι του έφυγε το τσαρούχι και κτύπησε τον πολυέλαιο και από εκεί βγήκε η φράση » Σιγά τον πολυέλαιο»
Αγαπητέ κύριε Γκρίντζο, στο «Το Λεξικό της Λαϊκής Σοφίας», του Τάκη Νατσούλη , εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1995, διαβάζουμε για το θέμα:
Βρισκόμαστε στα χρόνια του Όθωνα. Ο Βαυαρός βασιλιάς, που ντυνόταν με φουστανέλες και φέσι και στις πιο επίσημες εμφανίσεις του, μαζί με τη βασίλισσα Αμαλία οργάνωναν συχνά γιορτές στ’ Ανάκτορα. Η πιο διαλεχτή κοινωνία εκείνον τον καιρό ήταν, βέβαια, οι επιζώντες και οι απόγονοι των αγωνιστών του ’21, μαζί με τους ξένους αυλικούς, που ήρθαν στην Ελλάδα, συνοδεύοντας τον Όθωνα. Το ότι στους απλούς αυτούς ανθρώπους ήταν άγνωστη η δυτική εθιμοτυπία, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δε μείωνε καθόλου τη μεγαλοπρέπεια και την ομορφιά των συγκεντρώσεων ούτε την οικειότητα με τους ξένους αξιωματικούς, που ήταν πάντα θαυμαστές κάθε ελληνικής εκδήλωσης. Το κέφι, λοιπόν, έφθανε πολύ γρήγορα στο κατακόρυφο με τους ελληνικούς χορούς, που με ζήλο προσπαθούσαν να μάθουν και οι ξένοι. Κι εδώ ακριβώς είναι το σημείο που μας ενδιαφέρει. Οι γερολεβέντες παλιοί πολεμιστές, στον ενθουσιασμό τους, τραβούσαν κι άδειαζαν προς το ταβάνι τα κουμπούρια τους. Κι ακόμα σε καμιά «γυροβολιά», όταν το απαιτούσε η φιγούρα του χορού, έβγαζαν και το τσαρούχι, εκσφενδονίζοντας το προς τα πάνω. Αλλά τις αίθουσες των Ανακτόρων τις φώτιζαν κρυστάλλινοι πολυέλαιοι και κηροστάτες. Στο κρίσιμο, λοιπόν, αυτό σημείο, ακουγόταν ψιθυριστά και με τη συνοδεία ενός ευγενικού χαμόγελου, φιλική «παραίνεση» κάποιου γνωστού των Ανακτόρων προς τον ενθουσιώδη χορευτή: «Σιγά τον πολυέλαιον!».
Μια δεύτερη εκδοχή δίνει την εξής προέλευση: Σε πολλά μοναστήρια και εκκλησίες της πατρίδας μας, επικρατεί ακόμα και. σήμερα η συνήθεια, στις μεγάλες γιορτές και συγκεκριμένα κατά τη δοξολογία, αφού ανάψει ο καντηλανάφτης τους πολυέλαιους, να τους κινεί, τον ένα από την Ανατολή στη Δύση και τον άλλο από Βορρά προς Νότο, έτσι που να σχηματίζεται το σημείο του Σταυρού. Έτσι παρουσιάζεται με περισσότερη λαμπρότητα ο διάκοσμος της εκκλησίας. Αν, όμως, η κίνηση δεν ήταν ομαλή και κινδύνευαν να σβήσουν τα φώτα, του έλεγαν: «Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβήσουν τα φώτα». Κατ’ άλλους, η λέξη πολυέλαιος γράφεται με έψιλον και όχι με άλφα γιώτα, γιατί τον πολυέλαιο τον ανάβουν στην εκκλησία, όταν ψάλλεται ο ψαλμός του Δαυίδ, ο γνωστός ως «πολυέλεος », που τα εδάφια του έχουν σαν επωδό το «ότι είς τον αιώνα, το έλεος αυτού».
Δεν αναφέρεται ότι ο Πλαπούτας ήταν αλβανόφωνος και ότι τέλεσε έγκλημα πολέμου σκοτώνοντας περίπου 200 Ταντζιμαίους μουσουλμάνους στην κατόπιν συμφωνίας έξοδό τους από την Τριπολιτσά.
Το βιογραφικό σημείωμα του Πλαπούτα δημοσιεύεται όπως ακριβώς υπάρχει στα βιβλία των, Οδυσσέα Κουμαδωράκη & Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου.
Πάντως έχω την πεποίθηση ότι το 90% των Πελοποννησίων μιλούσαν και αρβανίτικα. Τώρα το «έγκλημα πολέμου» στα χρόνια του 1821, δεν νομίζω ότι είναι δόκιμος όρος. Καλλίτερα να πούμε ότι δεν τήρησε την συμφωνία, αν όντος ήταν ο Πλαπούλας.
Αρβανιτικα ολικως η μερικως ομιλουνταν στις παρακατω περιοχες του Μωρια.
Και ειναι πριν το 1900 οπου οι ντοπιες λαλιες δεν ειχανε ακομα υποχωρησει.
Είναι σε πολύ μεγαλο ποσοστο ακριβης για οποιον ξερει από Μωρια θα το καταλαβει.
Ο Πλαπούτας ήταν Αρβανίτης. Συνεπώς μιλούσε τα Αρβανίτικα, όπως και τα παιδιά του. Μια από τις κόρες του, η Αφροδίτη, ήταν γιαγιά του πατέρα μου. Όταν ήταν ο πατέρας μου μικρός, η γιαγιά Αφροδίτη τον νανούριζε με τραγούδια Αρβανίτικα αλλά μόνο όταν δεν ήταν στο σπίτι ο γιος της, γιατί δεν ήθελε μέσα στο σπίτι του να μιλούν Αρβανίτικα. Όλα αυτά συνέβησαν στην Ζάτουνα, μια και η Αφροδίτη είχε παντρευτεί με Ζατουνίτη.